ζυθοποτώ

ζυθοποτώ
-έω
1. πίνω ζύθο
2. συνηθίζω, μού αρέσει να πίνω ζύθο, πίνω πολύ ζύθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγελο Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”